οδοντοστοιχία

οδοντοστοιχία
η
1. το σύνολο τών δοντιών τα οποία είναι διατεταγμένα στη φατνιακή απόφυση τής άνω και κάτω γνάθου και σχηματίζουν, αντίστοιχα, τον άνω και κάτω οδοντικό φραγμό
2. φρ. «οδοντοστοιχία τεχνητή» — διάταξη τεχνητών δοντιών που κατασκευάζεται από ειδικό υλικό προκειμένου να αναπληρώσει ή να αντικαταστήσει μερικώς ή ολικώς τη φυσική σειρά τών δοντιών, κν. μασέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -στοιχία (< -στοιχος < στοῖχος «σειρά, γραμμή»), πρβλ. αμαξο-στοιχία, κιονο-στοιχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οδοντοστοιχία — η φυσική ή τεχνητή σειρά των δοντιών του πάνω και κάτω σαγονιού, αλλ. μασέλα: Έχει ωραία οδοντοστοιχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μασέλα — η 1. γνάθος, σαγόνι 2. το σύνολο τών δοντιών κάθε γνάθου, οδοντοστοιχία 3. τεχνητή οδοντοστοιχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascella] …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • αγριόχοιρος — Αρτιοδάκτυλο, όχι μηρυκαστικό, της υπόταξης των συομόρφων. Ο α. ο κοινός,το πιο συνηθισμένο είδος, ζει στα δάση της Ευρώπης (στην Ελλάδα συναντάται σε Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και σπανιότερα στη Στερεά), σε ένα τμήμα της Ασίας (μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • θηκόδους — ο 1. αυτός που έχει τα δόντια χωμένα μέσα σε ιδιαίτερο κοίλωμα τού σιαγονικού οστού, στο φατνίο 2. το δόντι που βρίσκεται μέσα στο φατνίο 3. στον πληθ. οι θηκόδοντες η οδοντοστοιχία που αποτελείται από τέτοια δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • κονδύλαρθρα — (condylarthra). Τάξη οπληφόρων θηλαστικών που έχουν εξαφανιστεί. Τα κ. έζησαν κυρίως κατά το παλαιόκαινο, αν και ορισμένες μορφές επέζησαν και στο ηώκαινο. Τα κ., που θεωρούνται προγονικές μορφές των σύγχρονων oπληφόρων, είχαν κοντά μέλη, πόδια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”