οδοντοστοιχία — η φυσική ή τεχνητή σειρά των δοντιών του πάνω και κάτω σαγονιού, αλλ. μασέλα: Έχει ωραία οδοντοστοιχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασέλα — η 1. γνάθος, σαγόνι 2. το σύνολο τών δοντιών κάθε γνάθου, οδοντοστοιχία 3. τεχνητή οδοντοστοιχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascella] … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
αγριόχοιρος — Αρτιοδάκτυλο, όχι μηρυκαστικό, της υπόταξης των συομόρφων. Ο α. ο κοινός,το πιο συνηθισμένο είδος, ζει στα δάση της Ευρώπης (στην Ελλάδα συναντάται σε Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και σπανιότερα στη Στερεά), σε ένα τμήμα της Ασίας (μέχρι… … Dictionary of Greek
αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… … Dictionary of Greek
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
θηκόδους — ο 1. αυτός που έχει τα δόντια χωμένα μέσα σε ιδιαίτερο κοίλωμα τού σιαγονικού οστού, στο φατνίο 2. το δόντι που βρίσκεται μέσα στο φατνίο 3. στον πληθ. οι θηκόδοντες η οδοντοστοιχία που αποτελείται από τέτοια δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
κονδύλαρθρα — (condylarthra). Τάξη οπληφόρων θηλαστικών που έχουν εξαφανιστεί. Τα κ. έζησαν κυρίως κατά το παλαιόκαινο, αν και ορισμένες μορφές επέζησαν και στο ηώκαινο. Τα κ., που θεωρούνται προγονικές μορφές των σύγχρονων oπληφόρων, είχαν κοντά μέλη, πόδια… … Dictionary of Greek